- τρυγηβόλιον
- τὸ, Α(δ. γρφ.) βλ. τρυγαβόλιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρυγαβόλιον — και δ. γρφ τρυγηβόλιον, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) αποθήκη διατήρησης ξηρών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + βόλιον (< βόλος < βάλλω), πρβλ. σιτο βόλιον (για τη σημ. τής λ. βλ. λ. τρυγώ)] … Dictionary of Greek